- ανιώμαι
- ἀνιῶμαι (-άομαι) (AM) [ιώμαι]θεραπεύω πάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνιῶμαι — ἀνιάομαι cure again pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀνιάομαι cure again pres ind mp 1st sg ἀνιάομαι cure again pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀνιάομαι cure again pres ind mp 1st sg ἀνιάομαι cure again pres subj mp 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανιώμαι — ἐπανιῶμαι, άομαι (Α) ανιώμαι* … Dictionary of Greek
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek